- κιρσουλκία
- κιρσουλκία, ἡ (Α) [κιρσουλκώ]εγχείρηση κιρσών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιρσουλκίας — κιρσουλκίᾱς , κιρσουλκία this operation fem acc pl κιρσουλκίᾱς , κιρσουλκία this operation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιρσουλκούμαι — κιρσουλκοῡμαι, έομαι (Α) [κιρσουλκός] υποβάλλομαι σε κιρσουλκία* … Dictionary of Greek
κιρσουλκός — κιρσουλκός, ὁ (Α) χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά την κιρσουλκία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιρσός + ουλκός (< ὁλκή ή ὁλκός < ἕλκω), πρβλ. βαρ ουλκός, εμβρυ ουλκός] … Dictionary of Greek